βιδέλο

βιδέλο
το
1. μοσχαράκι
2. κρέας από μοσχαράκι
3. κατεργασμένο δέρμα βιδέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vitello «μοσχάρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βιδέλο — το (λ. ιταλ.) 1. μοσχαράκι. 2. μοσχαρίσιο κρέας. 3. κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού: Τα παπούτσια από βιδέλο είναι πραγματικά πολυτελή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιδελάκι — το μικρό βιδέλο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”